- κολλιξ
- κόλλιξ-ῑκος ὅ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. κολλικοφάγος См. κολλικοφαγος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόλλιξ — κόλλιξ, ικος, ὁ (Α) 1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.) 2. χάπι, καταπότιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»] … Dictionary of Greek
κόλλιξ — κόλλῑξ , κόλλιξ roll masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кулич — а пасхальное изделие (из пшеничной муки) . Из ср. греч. κουλλίκι(ον) от κόλλιξ хлеб круглой или овальной формы ; см. Корш, AfslPh 9, 517; Фасмер, ИОРЯС 11, 2, 391; Гр. сл. эт. 104; Мi. ЕW 124, 146 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ετοιμοκόλλιξ — ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α) αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»] … Dictionary of Greek
κολλίκιος — κολλίκιος, ία, ον (AM) [κόλλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλίκιον μικρό κουλούρι, κουλουράκι αρχ. αυτός που μοιάζει με κόλλικα, με κουλούρι … Dictionary of Greek
κολλικοφάγος — κολλικοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, ικος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
κολλύρα — κολλύρα, ἡ (Α) κόλλιξ*, κουλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει επίθημα ύρα, πρβλ. άγκυρα] … Dictionary of Greek
κουλίκι — το (Μ κουλλίκι[ο]ν) κουλούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλίκιον*, με κώφωση τού ο (< κόλλιξ «είδος πίτας»)] … Dictionary of Greek
κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… … Dictionary of Greek
κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… … Dictionary of Greek
ολισβοκόλλιξ — ὀλισβοκόλλιξ, ικος, ὁ (Α) (κωμική λέξη) ψωμί σε σχήμα ολίσβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλισβος + κόλλιξ «είδος άρτου»] … Dictionary of Greek